Αγαπητή κυρία Νάνου
Διαβάζοντας το άρθρο σας της 27ης Οκτωβρίου για τα τεκταινόμενα στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης θεώρησα χρήσιμο να παραθέσω μερικά δεδομένα και απόψεις.
Το μουσείο βρίσκεται όντως σε ομίχλη, όχι φθινοπωρινή αλλά διαρκείας. Από τον Ιανουάριο 2011 παραμένει χωρίς διευθυντή. Η θέση προκηρύχθηκε άμεσα χωρίς να υπάρξει διορισμός. Έκτοτε για δυο σχεδόν χρόνια ο τέως διευθυντής κ. Βαγγέλης Ιωακειμίδης ασκεί διευθυντικά καθήκοντα (με ποια νομιμοποίηση;), και δημοσιοποιεί απολογισμούς δράσεων όπου οι αριθμοί ευημερούν. Όπως όμως γνωρίζει πλέον κάθε πολίτης οι αριθμοί ακόμη κι όταν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα δεν λένε από μόνοι τους πάντα όλη την αλήθεια.
Δεν λένε ότι βασικά στελέχη του υποστελεχωμένου μουσείου παραμένουν εδώ και χρόνια παροπλισμένα σε βαθμό απραγίας, ενώ το μουσείο απασχολεί εξωτερικούς συνεργάτες. Επίσης, ότι τα τελευταία πέντε χρόνια οι εργαζόμενοι μένουν απλήρωτοι έως και οκτώ μήνες, όπως και μακρά σειρά προμηθευτών και εταιρειών που παρέχουν υπηρεσίες στο μουσείο. Ακόμη ότι η δηλούμενη επισκεψιμότητα εκθέσεων σε μνημεία της πόλης με υψηλό αριθμό επισκεπτών ανεξάρτητα από τη φιλοξενία περιοδικής έκθεσης, είναι μάλλον αμφιλεγόμενη.
Άλλα γεγονότα όμως δεν μοιάζουν εξίσου αμφιλεγόμενα: η βιβλιοθήκη του μουσείου είναι κλειστή εδώ και έξη χρόνια. Η πρότυπη μονάδα ψηφιοποίησης και το εργαστήριο του μουσείου είναι εδώ και πολύ καιρό εκτός λειτουργίας, όπως και το καφέ του μουσείου (εδώ και πέντε μήνες), ένα από τα, κατά τεκμήριο, πλεονεκτήματά του.
Η επιστημονική έρευνα, που οδηγεί σε εκθέσεις με επιστημονικό κύρος, έχει υποχωρήσει δίνοντας την εικόνα ενός φορέα που επιδίδεται με βιοτεχνικό ζήλο στην παραγωγή εκθέσεων για χάρη της σύγχρονης θεάς επικοινωνίας.
Για όσους έχουν παρακολουθήσει τη δράση της Photosynkyria παραμένει ανέλπιστα μικρόψυχο να αποκαλείται «ημιτοπικής εμβέλειας» το φεστιβάλ που έγινε εστία ανάπτυξης της ελληνικής φωτογραφίας, σταυροδρόμι συνάντησής της με τη διεθνή και χώρος παρουσίασης μεγάλων διεθνών φωτογράφων. Η ιστορία δεν παραγράφεται, ανεξάρτητα από προσωπικές εμπάθειες.
Σε ότι αφορά στην πυρκαγιά που κατέστρεψε όλη σχεδόν τη σύγχρονη συλλογή του ΜΦΘ παραμένει ακατανόητη η μυστικότητα που καλύπτει την υπόθεση εδώ και έξη μήνες (!), χωρίς καμία ουσιαστική ενημέρωση από επίσημα χείλη. Σημειώνεται ότι στελέχη του μουσείου, που εργάστηκαν σκληρά για τον εμπλουτισμό της, εναντιώθηκαν στην πρακτική της μυστικότητας. Επιπρόσθετα, ένα μεγάλο ερώτημα ετέθη ήδη δημόσια: γιατί ανατέθηκε η φύλαξη της συλλογής σε ιδιωτική εταιρεία ενώ υπήρχε η δυνατότητα ασφαλούς και δωρεάν φύλαξής της στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης;
Πιστεύω ότι το ΜΦΘ πρέπει να αυτονομηθεί ως μουσείο, άσχετα αν οι άνεμοι αυτή την εποχή πνέουν εντελώς αντίθετοι, υποδεικνύοντας άλλες διαδικασίες στο όνομα της περικοπής δαπανών. Είναι το μόνο ίδρυμα του είδους του σε όλη τη χώρα, γεγονός που καθιστά την καλλιτεχνική και εκπαιδευτική του αποστολή ιδιαίτερα βαρύνουσα.
Παρ’ όλα αυτά, μέχρι να ληφθούν οριστικές αποφάσεις επί αυτών των κρίσιμων ζητημάτων από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου κανένας δεν εμποδίζει την αγαστή συνεργασία με το ‘μητρικό’ μουσείο. Κανένας δεν θα έπρεπε να την εμποδίζει ακόμη και μετά την αυτονόμηση.
Κλείνοντας αισθάνομαι την ανάγκη να υπογραμμίσω ότι, αντίθετα από όσα υποστηρίζει ο κ. Ιωακειμίδης, η φωτογραφία δεν είναι φτηνή τέχνη. Καμία τέχνη δεν είναι φτηνή. Φτηνά είναι μόνο τα μέσα και τα υλικά που ίσως χρησιμοποιεί κανείς για να την ασκήσει.
Ηρακλής Παπαϊωάννου
Επιμελητής
Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης